κετσές

κετσές
ο
1. μάλλινο ή τρίχινο πεπιεσμένο ύφασμα, πίλημα
2. είδος τάπητα που γίνεται από τέτοιο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kece].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κετσές — ο (λ. τουρκ.), είδος υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φετρ — το, Ν άκλ. 1. είδος χονδρού υφάσματος από πεπιεσμένες τρίχες διαφόρων ζώων, κετσές 2. συνεκδ. καπέλο κατασκευασμένο από το παραπάνω ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feutre «χοντρό ύφασμα, κετσές» < φράγκικο filtir] …   Dictionary of Greek

  • κέντουκλον — κέντουκλον, τὸ (Μ) χοντροφτιαγμένο ὕφασμα από ευτελές μαλλί, κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centunculus] …   Dictionary of Greek

  • κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… …   Dictionary of Greek

  • κεντήκλα — και κεντούκλεα και κεντούκλα, ἡ (Μ) ένδυμα ή κάλυμμα από χοντροϋφασμένο ύφασμα, πίλημα, κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centunculus] …   Dictionary of Greek

  • νακτός — νακτός, ή, όν (Α) 1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ τού ρ. νάσσω «πιέζω,… …   Dictionary of Greek

  • πίλημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * το, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένες με ειδική τεχνική τρίχες ζώων, κετσές νεοελλ. τεμάχιο παρόμοιου υφάσματος υπό μορφή κώνου με επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • σαμαροσκούτι — και σαμαρόσκουτο, το, ή σαμαροσκουτιά, η, Ν 1. χοντρό μάλλινο ή λινό ύφασμα ή δέρμα, ιδίως κατσίκας, το οποίο τοποθετείται στη ράχη τών ζώων κάτω από το σαμάρι 2. είδος χοντρού υφάσματος με το οποίο κατασκευάζονται ειδικά πανωφόρια και ιδίως οι… …   Dictionary of Greek

  • πίλημα — το, ατος είδος χοντρού υφάσματος από τρίχες ζώου, αλλιώς κετσές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”